- βοηθουμένη
- βοηθέωpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηδεμονία — Διεθνές σύστημα διοίκησης και εποπτείας του διεθνούς δικαίου, που προβλέπεται από τα άρθρα 75 91 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο σύστημα της εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Περιλαμβάνει τα εδάφη που διατελούσαν … Dictionary of Greek
Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… … Dictionary of Greek
Παρβάτι — Ινδική θεά, σύζυγος του Σίβα, γνωστή και με τα ονόματα Ντουργκά, Κάλι και Ούμα. Κόρη του Ντάκσα, έπεσε στη φωτιά κατά τη διάρκεια μιας φιλονικίας με τον Σίβα, και ξαναγεννήθηκε ύστερα ως Ντουργκά, τρομερή θεότητα, κόρη του Χιμαλάγια. Βοηθούμενη… … Dictionary of Greek